εργατιά

εργατιά
και εργατεία, η (AM ἐργατεία) [εργάτης]
εργασία, μόχθος
νεοελλ.
οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών
μσν.
καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εργατιά — η 1. ηεργατική τάξη σε αντίθεση προς τους αστούς: Σε καταριέται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες (δημ. τραγ.). 2. σύνολο εργατών που δουλεύουν σε ξένο κτήμα: Πηγαίνει το φαΐ στην εργατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργατεία — η βλ. εργατιά …   Dictionary of Greek

  • αγροτιά — η η τάξη των αγροτών: Ως το β παγκόσμιο πόλεμο η αγροτιά στην Ελλάδα ήταν πολυαριθμότερη από την εργατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”